μαγγανάριος

μαγγανάριος
μαγγανάριος, ὁ (ΑM, Μ και μαγγανάρις)
βλ. μαγγανάρης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαγγανάριος — conjurer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγγαναρίοις — μαγγανάριος conjurer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγγαναρίους — μαγγανάριος conjurer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγγαναρίων — μαγγανάριος conjurer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγγανάριοι — μαγγανάριος conjurer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγγανάρης — ο (AM μαγγανάριος, Μ και μαγγανάρις) (στο Βυζάντιο) μηχανικός που κατασκεύαζε τις αμυντικές πολεμικές μηχανές οι οποίες έριχναν βέλη ή πέτρες, τα μάγγανα νεοελλ. 1. αυτός που κατασκευάζει μάγγανα, δηλ. γερανούς 2. αυτός που εργάζεται σε μάγγανο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”